- ἐπιμόχθῳ
- ἐπίμοχθοςtoilsomemasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιμοχθώ — ἐπιμοχθῶ, έω (Α) επιτυγχάνω με πρόσθετο μόχθο … Dictionary of Greek
συνεπιμοχθώ — έω, Μ μοχθώ μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιμοχθῶ «ἐπιπονώ»] … Dictionary of Greek